- αμαρτύρητος
- -η, -ο (Α ἁμαρτύρητος, -ον) [μαρτυρῶ]νεοελλ.1. αυτός που δεν μαρτυρήθηκε, δεν βεβαιώθηκε με μάρτυρες2. αυτός για τον οποίο δεν υπάρχουν μαρτυρίες, αποδείξεις, ο αναπόδεικτος3. λέγεται για λέξεις ή τύπους που δεν απαντούν σε αρχαίο κείμενο, αλλά υπάρχουν υποθετικά4. αυτός που δεν καταγγέλθηκε, δεν προδόθηκε5. αυτός που δεν μαρτύρησε, δεν βασανίστηκε για την πίστη τουαρχ.αυτός που δεν έχει ανάγκη μαρτύρων ή μαρτυρίας.
Dictionary of Greek. 2013.